αποστημα

αποστημα
    ἀπόστημα
    ἀπό-στημα
    -ατος τό
    1) дальность, расстояние
    

(τοῦ ἡλίου πρὸς τέν γῆν Arst.)

    2) разница
    

τοῖς ἀποστήμασι πρός τινα ἔχειν Arst. — во многом отличаться от кого-л.

    3) нарыв, язва
    

(ἰξίαι καὴ τὰ ἄλλα ἀποστήματα Arst.; перен., бран. ἀ. πόλεως Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αποστημα" в других словарях:

  • ἀπόστημα — distance neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απόστημα — Συλλογή πύου μέσα σε μια φυσική κοιλότητα που δεν προϋπήρχε ή σε συμπαγείς ιστούς, που ακολουθείται από φλεγμονώδη φαινόμενα και εκδηλώνεται με πόνο, εξοίδηση (πρήξιμο) και τάση των ιστών. Τα α. διακρίνονται σε οξέα ή θερμά και σε χρόνια ή ψυχρά …   Dictionary of Greek

  • απόστημα — το, ατος 1. πρήξιμο που έχει μέσα έμπυο: Θα πάω στο γιατρό να μου ανοίξει το απόστημα που έχω. 2. (μαθημ.), η απόσταση μεταξύ του κέντρου ενός κύκλου και μιας χορδής του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀποστημάτων — ἀπόστημα distance neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστήμασι — ἀπόστημα distance neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστήμασιν — ἀπόστημα distance neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστήματα — ἀπόστημα distance neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστήματι — ἀπόστημα distance neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστήματος — ἀπόστημα distance neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γάγγλιο — το (Α γαγγλίον) στρογγυλός ή επιμήκης μικρός όγκος σε ορισμένα σημεία των λεμφαγγείων και των νεύρων αρχ. 1. «ἀπόστημα ἄπονον ὑπὸ λευκῷ και νευρώδει χιτῶνι» απόστημα που δεν προκαλεί πόνο σκεπασμένο με λευκό χιτώνα από νεύρα 2. «νεύρου παρὰ φύσιν …   Dictionary of Greek

  • πολύγωνο — Αν Α1 Α2,..., Αν, Αν (όπου ν = 2, 3,...) είναι σημεία του χώρου, τέτοια, ώστε κάθε τρία τους να μην ανήκουν στην αυτή ευθεία, τότε η τεθλασμένη γραμμή, που αποτελείται από τα ευθύγραμμα τμήματα Α1Α2, Α2Α3, ..., Αν + 1 λέμε ότι είναι μια… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»